Πολιτική και θρησκεία με τους ως τώρα αντιπροσώπους τους – αλλά και Τέχνη και Επιστήμη, δυστυχώς – συναγωνίζονται στο παιχνίδι της αποβλάκωσης του λαού. Δεν υπήρξε ως τώρα στον κόσμο – με εξαίρεση την κλασική Ελλάδα, αλλά κι αυτή με τις εξαιρέσεις της – ηγεσία (πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, πνευματική) που να νοιάστηκε πραγματικά για το λαό, για το δίκιο του και την προκοπή του. Και λέγοντας για το λαό, εννοούμε το Σύνολο, για Όλους. Διότι μερικοί ευδαίμονες πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Τι γίνεται, όμως, με τις στρατιές των βασανισμένων, των πεινασμένων, των εξαθλιωμένων του κόσμου, μέσα σε ολόκληρη τη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας; Ποιος, πότε και πώς νοιάστηκε γι’ αυτούς; Ποιος ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς που τόσο παραστατικά αναφέρει το ποίημα «Ο ψεύτικος Θεός», το οποίο παραθέτω ολόκληρο εδώ, γιατί νομίζω πως έχει και τη θέση και την αξία του.
Ο Ψεύτικος θεός
…………………………..
Από τόπους μακρινούς
πίσω από βουνά
πέρα από τους γκρεμούς και
φαράγγια σκοτεινά,
που φυσομανούσε και αντιβοούσε
με μιας θύελλας οργή το
φθινοπωριάτικο τ’ αγέρι
διάβαινε ένα ασκέρι.
Όλο «αλήτες», ερημοσπίτες
διάβαινε τραβώντας θλιβερά
προς του Γάγγη τα νερά.
Το αδυνατισμένο τους κορμί
με κουρέλια σκεπασμένο
φάνταζε μελανιασμένο απ’ τη βροχή
και τον άνεμο δαρμένο.
Τρεις μέρες περπατούσαν οι
«αλήτες»
λίγο ψωμί, κάποια φιλόξενη γωνιά
να βρουν ν’ αναπαυτούνε, τίποτα!
ώσπου τ’ αδυνατισμένο τους το
μάτι
κάπου λαμπρό ξεχώρισε να
ξεπροβάλλει κάτι.
Ήταν ναός, και κει έτρεξαν όλοι
σαν ναυαγοί σ’ αραξοβόλι.
Στη μέση του ναού, ο Σακιαμούνι
στητός
στεκόταν, ιερός.
Και είχε στην πορφυρή του την
κορώνα διαμάντι,
που ως έλαμπε άστραφτε σαν
αστραπής ντορός.
Τότε ένας απ’ την παρέα των
ζητιάνων λέει:
«Πλησιάστε με κι ακούστε με
αδέρφια:
Με το διαμάντινο που βλέπουμε
πετράδι,
αν το πουλήσουμε στης χώρας το
παζάρι,
άφθονα ρούχα και λεφτά και
πλούτια και σπουδή,
στο μερτικό του ο καθένας μας θα
πάρει.
Τι να το κάνει ο Βούδας; Δεν το
θέλει.
Γι’ αυτόν που έπλασε τη φύση όλη
απ’ τα φύκη του βυθού ως τη
νεφέλη,
χιλιάδες χιλιάδων λάμπουν τώρα
πιο καλά οι ουράνιοι θόλοι,
με αμέτρητα αστέρια και πετράδια»
λέει
και το σύνθημα έδωσε στους
κλέφτες δείχνοντας το Βούδα.
Μα σαν άπλωσαν τα βέβηλά τους
χέρια προς το άγαλμα
το κόσμημα να πάρουν,
άστραψε, βρόντηξε μεμιάς και
σείστηκε ο τόπος,
σίφουνας άρπαξε και πέταξε μακριά
τους βέβηλους ανθρώπους.
Και ο αντίλαλος της ερημιάς
πιότερον έκανε
τον πόνο της καρδιάς.
Μονάχα ένας τη στιγμή εκείνη,
γεμάτος μεγαλείο και γαλήνη
βγαίνει θαρρετά δυο βήματα
μπροστά
και πλησιάζοντας το Βούδα λέει:
«Ντροπή σου,
τι τάχα, ψέματα μας λέγαν οι
ιερείς σου,
ως είσαι πράος, ταπεινός,
ευσπλαχνικός κι ωραίος
και πως αγαπάς τους πόνους ν’
απαλύνεις,
και στους φτωχούς παρηγοριά να
δίνεις;
Να όμως που τώρα για ένα περιττό
κι ασήμαντο πετράδι,
ξαπολάς τις αστραπές και τους
κεραυνούς σου,
στο πεινασμένο κ’ έντρομο αυτό
κοπάδι.
Του κόσμου Παντοκράτορας εσύ και
δυνατός,
γίνεσαι άδικος κριτής και
τιμωρός.
Και ξεσηκώνεσαι μ’ αφάνταστη
οργή,
για ν’ αφαιρέσεις του ζητιάνου τα
λίγα ψίχουλα ψωμί.
Του κόσμου άρχοντα, των
βασιλιάδων βασιλιά,
να, ίσος με Σένα στέκομαι ο
άφρονας εδώ μπροστά σου.
Κάψε με αν μπορείς κι αν δύνασαι
με την τρομερή φωτιά σου!
Μα θα στο πω μ’ ανήκουστη κραυγή,
μπροστά σε ουρανό και γη,
της γης ο ασήμαντος εγώ και
ταπεινός
ψεύτικος, ψεύτικος πως είσαι εσύ
Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου