Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την
έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα
με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια
συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το
σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud,
και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε και εμπρός να είναι έτσι. Στα Ελληνικά
κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Για αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά
σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.
Το επίθετο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αάατος - ος - ον προκύπτει από το στερητικό α και το ρήμα αάω (α + αάω). Στη νεοελληνική γλώσσα έχει την έννοια αυτού που δεν μπορεί να βλαφτεί...ο άβλαπτος,ο αλώβητος, ή και ο αχτύπητος ή ο απαραβίαστος.. Το ρήμα αάαω (=χτυπώ, βλάπτω) μελλ: αάσω αορ: άασα - Μεσ: αάομαι μελλ: αάσομαι αορ: αασάμην ή ασάμην παθ.μελ: αασθήσομαι παθ.αορ: αάσθην, είναι ελλιπές και δεν έχει παρακείμενο και υπερσυντέλικο. Το συναντάμε στην Οδύσσεια του Ομήρου Φ. 296
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου